- γυψώνω
- (AM γυψῶ, -όω) [γύψος]επαλείφω με γύψονεοελλ.1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο3. (για το έδαφος) ρίχνω γύψο στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτώναρχ.τρίβω με κιμωλία.
Dictionary of Greek. 2013.